- αμαλγαμάτωση
- η και αμαλγάμωση, η1. η ετοιμασία αμαλγάματος (βλ. λ.).2. Η επάλειψη καθρεφτών με αμάλγαμα: Δώσαμε τον καθρέφτη για αμαλγαμάτωση.3. μέθοδος αποχωρισμού του χρυσού ή του ασημιού από τα μεταλλεύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.